Ημερολόγιο Συναντήσεων


Ενημερωθείτε για τις προγραμματισμένες συναντήσεις του Δικτύου



Το δικαίωμα του παιδιού στον σεβασμό

Το δικαίωμα του παιδιού στον σεβασμό

Το δικαίωμα του παιδιού στον σεβασμό του Janusz Korczak σε επιμέλεια και μετάφραση της Μπεάτα Ζουλκιέβιτς.


Το παιδαγωγικό μανιφέστο του πολωνού Janusz Korczak, πρωτοπόρου εκπαιδευτικού που αφιέρωσε όλη του τη ζωή στα παιδιά. Γραμμένο το 1928, οι ιδέες του αποτέλεσαν τη βάση της Διεθνούς Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού. Συνοδεύεται από εκτενή αναφορά στη ζωή και το έργο του συγγραφέα. Το βιβλίο έρχεται να καλύψει, εν μέρει, ένα μεγάλο κενό. Κανένα από τα κείμενα του Γιάνους Κόρτσακ, του σπουδαίου Πολωνοεβραίου παιδιάτρου, παιδαγωγού και συγγραφέα δεν είχε μέχρι σήμερα μεταφραστεί και εκδοθεί στα ελληνικά εκτός από το παιδικό βιβλίο Ο Βασιλιάς Ματίας ο Α΄. Η μετάφραση του έργου του στα ελληνικά είναι απαραίτητη, καθώς αναδεικνύει τη σκέψη και τη δράση ενός ακέραιου ανθρώπου, ο οποίος παρέμεινε πιστός μέχρι τη θυσία του στο παιδί και στις πρωτοπόρες ιδέες του. Και οι σκέψεις, οι ιδέες και το παράδειγμά του είναι απαραίτητα για σημερινές κοινωνίες, όπως η δική μας, που βρίσκονται σε αδιέξοδο. 

Η ενάργεια, η δύναμη και η αλήθεια της σκέψης του Κόρτσακ, όπως καταγράφονται στο μεταφρασμένο κείμενό του «Το δικαίωμα του παιδιού στον σεβασμό», είναι αρκετές για να ενεργοποιήσουν την ευαισθησία και τον προβληματισμό μας. Το σύντομο, αλλά υπέροχο αυτό βιβλίο, περιλαμβάνει, επίσης, εκτός από το δοκίμιο του Γιάνους Κόρτσακ, δυο κείμενα της μεταφράστριας-επιμελήτριας Μπεάτα Ζουλκιέβιτς: μια εισαγωγή και ένα μικρό κεφάλαιο για τη ζωή και το έργο του Κόρτσακ που συνοδεύεται με φωτογραφίες. Όπως αναφέρει η μεταφράστρια στην εισαγωγή της, «Το δικαίωμα του παιδιού στον σεβασμό συμπυκνώνει την κεντρική ιδέα ολόκληρου του έργου του Κόρτσακ». 

Το κείμενο του Κόρτσακ, σπαραχτικό, ιδωμένο μέσα από την οπτική των παιδιών, φτάνει σε βάθος στην ψυχοσύνθεσή τους και σαν μαχαίρι, με την ευαισθησία και τον στοχασμό του, έρχεται να μας προβληματίσει, να μας δοκιμάσει, να μας προκαλέσει ανοιχτά, να μας φέρει σε αντιπαράθεση με τον εαυτό μας και να ελέγξει τη συμπεριφορά μας απέναντι στα παιδιά. Ο Κόρτσακ απαιτούσε από τον κόσμο σεβασμό στα δικαιώματα του παιδιού και επηρέασε καταλυτικά την παιδαγωγική επιστήμη και τη Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού του Ο.Η.Ε. (1989). Υπερασπιζόταν το δικαίωμα στην παιδικότητα, στο παιχνίδι, το δικαίωμα του παιδιού να κάνει λάθος, ακόμα και το δικαίωμά του στον θάνατο (αναφερόταν στον συνεχή και υπερβολικό τρόμο των γονιών μπροστά στο ενδεχόμενο το παιδί να πάθει κάτι κακό. Ο Κόρτσακ εξηγεί: «Με τον φόβο ο θάνατος να μη μας αρπάξει το παιδί, το αρπάζουμε εμείς από τη ζωή∙ μη θέλοντας να πεθάνει, δεν το αφήνουμε να ζήσει»). 

 Στο μικρό αυτό δοκίμιό του ο Κόρτσακ μάς παίρνει από το χέρι και μάς βάζει στον ψυχισμό του παιδιού που ζει σ’ έναν κόσμο όπου κυριαρχούν οι μεγάλοι, και συχνά είναι υπόλογο απέναντι στην τυραννία τους: «Είναι δυσάρεστο να σηκώνεσαι στα δάχτυλά σου και να μην μπορείς να φτάσεις, δύσκολα να προλαβαίνεις τους μεγάλους με τα μικρά βηματάκια σου, απ’ το μικρό σου χέρι γλιστράει το ποτήρι. Αδέξια, με κόπο, σκαρφαλώνει το παιδί στην καρέκλα, στο αμάξι, στα σκαλιά. Δεν μπορεί να πιάσει το πόμολο, να κοιτάξει έξω από το παράθυρο, να κατεβάσει κάτι ή να το κρεμάσει, γιατί είναι ψηλά. Το πλήθος το σκεπάζει, δεν το προσέχουν, το σπρώχνουν. Είναι άβολο, δυσάρεστο να είσαι μικρός». Έτσι μας εισαγάγει στο κείμενό του ο Κόρτσακ και συνεχίζει: ανήμπορο το παιδί να αντιδράσει μπροστά στην παντοδυναμία των μεγάλων «[…] σουλατσάρει […] με το σχολικό βιβλίο του, με την μπάλα του, με την κούκλα του, και διαισθάνεται πως κάτι σημαντικό και ισχυρό συμβαίνει πέρα από το ίδιο και χωρίς τη συμμετοχή του, κάτι που αποφασίζει για τη μοίρα του και τη δυστυχία του, κάτι που το τιμωρεί και το επιβραβεύει, και το λυγίζει». Κι εμείς; Εμείς: «Ξέρουμε τους δρόμους για την επιτυχία, δίνουμε οδηγίες και συμβουλές. Αναπτύσσουμε τα προσόντα του, καταστέλλουμε τα ελαττώματά του. Κατευθύνουμε, διορθώνουμε, προετοιμάζουμε. Τίποτα αυτό-όλα εμείς. Διατάζουμε και απαιτούμε υπακοή». 

 Το παιδί πρέπει να δίνει λογαριασμό για τα πάντα, ακόμα και για κάθε αντικείμενο που του έχει χαριστεί: «Απαγορεύεται να το σκίσει, να το σπάσει, να το λερώσει. Απαγορεύεται να το δωρίσει, απαγορεύεται να το απορρίπτει απρόθυμα. Πρέπει να το δεχτεί και να δείξει την ευχαρίστησή του. […] ( Ίσως γι’ αυτόν τον λόγο εκτιμά τα άνευ αξίας ψιλοπράγματα, τα οποία ξυπνούν τον έκπληκτο οίκτο μας: οι παλιατζούρες-μοναδική πραγματική ιδιοκτησία και πλούτος του ο σπάγγος, το κουτί, οι χάντρες)». Γι’ αυτό, το παιδί, προσθέτει ο συγγραφέας: «Αισθάνεται κοντά του έναν σκύλο και ένα πουλί, αισθάνεται ισότιμο με μια πεταλούδα και ένα λουλούδι. Στο πετραδάκι και στο μικρό κοχύλι βρίσκει έναν αδελφό. Μη διακατεχόμενο από την υπεροπτική υπερηφάνεια του νεόπλουτου, αγνοεί πως μόνο ο άνθρωπος έχει ψυχή».
 Ο Κόρτσακ μιλά για τον κατήφορο του παιδαγωγού, και του γονέα, ο οποίος «υποτιμά, δεν εμπιστεύεται, υποψιάζεται, παρακολουθεί, τσακώνει, επιπλήττει, κατηγορεί και τιμωρεί, ψάχνει κατάλληλους τρόπους για να προλαμβάνει, όλο και πιο συχνά απαγορεύει και όλο και πιο απολυταρχικά αναγκάζει. Δεν αναγνωρίζει την προσπάθεια του παιδιού να γεμίσει με επιμέλεια μια σελίδα του τετραδίου του ή μια ώρα ζωής, μόνο ψυχρά ισχυρίζεται: Λάθος. […] Μας κουράζει ένα μικρό και αδύναμο παιδί, μας εκνευρίζουν τα μεμονωμένα παραπτώματά του». Ο συγγραφέας ασκεί συχνά, μέσα από την ευαισθησία του, σκληρή κριτική απέναντι στους γονείς και τους παιδαγωγούς: «Κρύβουμε τα ελαττώματά μας και τις αξιόποινες πράξεις. Απαγορεύεται στα παιδιά η κριτική, απαγορεύεται να αντιλαμβάνονται τα δικά μας ψεγάδια, τους εθισμούς και τις ιδιορρυθμίες μας. Παριστάνουμε τους τέλειους. […] Μόνο ένα παιδί μπορούμε να το εξευτελίζουμε αναίσχυντα και να το διαπομπεύουμε. Παίζουμε με τα παιδιά με σημαδεμένα χαρτιά, τις μικροαδυναμίες της παιδικής ηλικίας τις υπερνικάμε με το ατού των αρετών των ενηλίκων. Σαν χαρτόμουτρα, ανακατεύουμε έτσι τα χαρτιά ώστε στις δικές τους αδυναμίες να αντιπαραθέτουμε ό,τι καλό και πολύτιμο έχουμε εμείς». 
Ο Κόρτσακ υπηρέτησε ως διευθυντής χωρίς αμοιβή στο «Σπίτι των Ορφανών» στη Βαρσοβία από το 1912 μέχρι το 1942, ενώ το 1919 ίδρυσε με τη Μαρία Φάλσκα «Το σπίτι μας» για τα ορφανά παιδιά του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Στα ιδρύματα αυτά εφάρμοσε πρωτοποριακές παιδαγωγικές μεθόδους. Όπως αναφέρει η Μπεάτα Ζουλκιέβιτς, «μαζί με τα παιδιά είχαν συντάξει ένα δικό τους Σύνταγμα, καθώς και ένα δικό τους δικαστήριο. Φυσικά, αυτό το σύστημα ίσχυε για όλους. Έτσι, μερικές φορές, ο ίδιος ο Κόρτσακ ήταν αναγκασμένος να λογοδοτεί ενώπιον αυτού του δικαστηρίου της «παιδικής δημοκρατίας» για κάποια δικά του λάθη». Στα ιδρύματα αυτά, λειτουργούσε ακόμα και παιδικό κοινοβούλιο, και τα παιδιά έφτιαχναν τη δική τους εφημερίδα.
Το παιδί, υποστηρίζει ο Κόρτσακ στο κείμενό του δεν είναι «εξοικειωμένο με τον πόνο, το κακό και το άδικο, υποφέρει έντονα, κλαίει πιο συχνά. Αλλά ακόμα και τα δάκρυά του προκαλούν περιπαικτικά σχόλια, φαίνονται μικρότερης σημασίας, μας εκνευρίζουν» και «Πάντα θα βρούμε κάτι να του καταλογίσουμε». Κι όμως, ο Κόρτσακ θα εξηγήσει πως τα δάκρυα του παιδιού δεν είναι τίποτε άλλο παρά «δάκρυα αδυναμίας και ανταρσίας, απεγνωσμένη προσπάθεια διαμαρτυρίας, κραυγή για βοήθεια, παράπονο για την πλημμελή φροντίδα». Και πως αυτή η «ανεξήγητη» συμπεριφορά του είναι απότοκο της ανάπτυξης και της συνεχούς προσπάθειάς του να κατανοήσει τον κόσμο: «Ο σκελετός αναπτύσσεται, η καρδιά δεν προλαβαίνει. […] η καταπόνηση, αδιαθεσία από τους πόνους, από το κρυολόγημα, υπερβολική ζέστη, υπερβολικό κρύο […] όλα αυτά δεν είναι ιδιοτροπίες, δεν είναι σχολικές δικαιολογίες». 

Γι’ αυτό ο Κόρτσακ αξιώνει σεβασμό «στο μυστήριο και στις διακυμάνσεις του επίπονου μόχθου της ανάπτυξης» και «σε κάθε μεμονωμένη στιγμή, γιατί περνά και δεν ξαναγυρνά ποτέ, αλλά πάντα θα αιμορραγεί αληθινά αν την τραυματίσουμε και θα φοβίζει με το φάντασμα των κακών αναμνήσεων, αν τη δολοφονήσουμε». Το βιβλίο είναι μια κραυγή αγωνίας για τον τρόπο που μεγαλώνουμε τα παιδιά μας. Μάς αναγκάζει, θέλοντας και μη, να προβούμε σε αυτοκριτική ως γονείς και ως παιδαγωγοί, καθώς πολλές φορές δε συνειδητοποιούμε μέσα στην καθημερινή και την υπερβολική έγνοια μας τον ψυχισμό του παιδιού μας και πόσο πολύ στερούμε την ελευθερία του, το δικαίωμά του στην παιδικότητα, στο παιχνίδι, το δικαίωμα στο να κάνει λάθη. 

Είναι δυνατόν να νιώσει κανείς τύψεις και ενοχές διαβάζοντας το βιβλίο και ίσως εδώ να βρίσκεται το κλειδί. Γιατί μας υποβάλλει στη βάσανο του ερωτήματος: Συμπεριφέρομαι «σωστά» απέναντι στο παιδί, είμαι «σωστός» γονιός και παιδαγωγός; Ίσως έτσι η αλλαγή να αρχίσει να συντελείται μέσα μας κι έπειτα να εξωτερικευτεί στη στάση μας απέναντι στο παιδί. 

 Το μικρό κείμενο του Κόρτσακ είναι ένα αριστούργημα, γραμμένο με ευαισθησία, συγκίνηση και λυρισμό. Είναι μια ελεγεία για τη χαμένη παιδικότητα, καθώς περιγράφει πώς εμείς οι μεγάλοι κλέβουμε την αθωότητα, πώς σκοτώνουμε αυτή την παιδικότητα των παιδιών. Ολόκληρη η ζωή του Κόρτσακ υπήρξε μια συνεχής και ανιδιοτελής προσφορά προς το παιδί. Δεν αρνήθηκε, δεν πρόδωσε ποτέ τις ιδέες και τις αξίες του, παραμένοντας πιστός μέχρι τον θάνατό του σ’ αυτές. Η ζωή και ο θάνατός του είναι ένα αιώνιο παράδειγμα καθήκοντος και αυτοθυσίας. Κι εμείς το ελάχιστο που μπορούμε να κάνουμε είναι να ακούσουμε τη φωνή του, γιατί αυτή παραμένει συγκλονιστικά επίκαιρη ακόμα και σήμερα, τόσες δεκαετίες μετά τη θυσία του. 

Όπως καταγράφει η μεταφράστρια και επιμελήτρια του βιβλίου, λίγες μέρες πριν την τελευταία πράξη της ζωής του, στις 18 Ιουλίου 1942, ο Κόρτσακ, στο Γκέτο της Βαρσοβίας, όπου μεταφέρθηκε μαζί με τα παιδιά του, ανέβασε σε θεατρική παράσταση Το ταχυδρομείο του Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ. Στο έργο «γίνεται λόγος για την αναζήτηση της εσωτερικής ελευθερίας, για τη μοναξιά και τη φιλία και για τη συμφιλίωση με τον θάνατο», προσπαθώντας, ίσως, να προετοιμάσει τα παιδιά γι’ αυτό που έβλεπε να έρχεται σύντομα. Ο Κόρτσακ αρνήθηκε, παρά την προσφορά φίλων του, να προμηθευτεί πλαστή ταυτότητα και να φυγαδευτεί από το Γκέτο. Ο «Γέρο δόκτωρ», όπως ήταν γνωστός, επέλεξε να μείνει με τα παιδιά του μέχρι το τέλος. Κι έτσι, ένα πρωινό μιας ηλιόλουστης αυγουστιάτικης μέρας, κρατώντας από το χέρι ένα από τα παιδιά του, επικεφαλής μιας ομάδας 200 παιδιών και των επιμελητών τους, οδηγήθηκε στον θάλαμο αερίων της Τρεμπλίνκα.   

γράφει ο Αιμίλιος Σολωμού πηγή τοβιβλίο.net

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου